- ἐχίτης
- ἐχίτης, ὁ, sc. λίϑος, der Natternstein
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εχίτης — (Εchites). Γένος φυτών της οικογένειας των αποκυνιδών. Είναι αναρριχητικά θαμνώδη φυτά, με φύλλα ωοειδή και πυκνά, και κόκκινα ή λευκά άνθη. Τα άνθη αυτά έχουν μικρούς κάλυκες, τροχοειδή στεφάνη και οι ανθήρες τους συνδέονται στενά με το στίγμα,… … Dictionary of Greek